Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καὶ τῆμος

См. также в других словарях:

  • τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από …   Dictionary of Greek

  • CINNAMOLOGUS — apud Plin. l. 10. c. 33. avis est, cinnami surculis privatim nidifcans, quos plumbatis indigenae decutiant sagittis. Idem tradit Aristoteles, l. 9. c. 13. et ex eo Antigonus Carystius, c. 49. qui κιννάμωμον cam vocat. Sratius quoque in Epicedio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τημόσδε — και ταμόσδε Α επίρρ. τότε ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε *] …   Dictionary of Greek

  • ήμος — ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α) 1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ …   Dictionary of Greek

  • εύτε — εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α) επίρρ. 1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • πήμος — Α (ερωτημ. επίρρ.) πότε; [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο * τής ερωτηματικής αντων. (πρβλ. ποίος, πόσος). + ἦμος* «όταν, κατά τον χρόνο που, εν όσω» (βλ. και λ. τήμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»